- ὑπευνάζομαι
- ὑπευν-άζομαι, v. sq. 1, 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπευνάζομαι — Α ὑπευνῶμαι*, πλαγιάζω προστατευτικά πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐνάζομαι «πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
ὑπευνασθεῖσα — ὑπευνάζομαι aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)